νικαφορία

νικαφορία
νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία
victory
fem nom/voc/acc dual (doric)
νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία
victory
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νικαφόρια — Νικαφόρια, τά (Α) βλ. Νικηφόρια …   Dictionary of Greek

  • νικαφορία — νικαφορία, ή (Α) βλ. νικηφορία …   Dictionary of Greek

  • νικηφορία — νικηφορία, δωρ. τ. νικαφορία, ἡ (Α) [νικηφόρος] το να νικά κάποιος, η νίκη («χάρμα δ οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρια — Νικηφόρια, δωρ. τ. Νικαφόρια, τὰ (Α) [νικηφόρος] 1. εορτή με αγώνες που θεσπίστηκε προς τιμήν τής Νικηφόρου Αθηνάς από τον Ευμένη Β στην Πέργαμο 2. αγώνες που γίνονταν στην Αίγινα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”